στριγκλιά

στριγκλιά
shriek

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στριγκλιά — η κραυγή διαπεραστική: Οι στριγκλιές της ακούστηκαν σ όλο το χωριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στριγγλιά — και στριγκλιά, η, Ν [στρίγγλα / στριγγλίζω] 1. κακία στρίγγλας 2. μοχθηρία, δυστροπία 3. οξεία και διαπεραστική φωνή 4. φιλαργυρία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”